-
1 ἄξιος
A counterbalancing, cf.ἄγω v1
: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen.,βοὸς ἄ. Il.23.885
; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together— worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21;πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719
; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp. 185b, etc.;πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b
, etc.;πλείστου ἄ. Th.2.65
, Pl.Grg. 464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr. 275, Pl.Sph. 216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av. 797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these areοὐδενὸς ἄ. Thgn.456
;ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb. 64d
; , etc.; , etc.; ; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14;πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol. 1306b12
; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of.., D.27.10.2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318;πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
;βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14
.3 abs., worthy, goodly,ἄξια δῶρα Il.9.261
; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383;φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2
.b in [dialect] Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq. 672, 895: [comp] Comp., ib. 645;ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18
;ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3
, cf. X.Vect.4.6.4 deserved, meet, due, , X.Oec.12.19;χάρις Id.HG1.6.11
; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag. 1527, cf. E. Ion 735.5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.6 sufficient for, c. gen.,ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27
.7 αἰδοῦς ἀξίαν.. τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael. 291b25.II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445;ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu. 435
; .2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med. 1124, Or. 1326, Heracl. 507;ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ..; X.Ages.10.3
: c. gen. pers., ;ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80
;ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5
.b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec. 309;πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach. 633
;ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81
;θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1
, cf. 1.2.62;εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217
;χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10
; laterτιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3
.3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76;τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag. 531
;ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj. 924
; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol. 1254b36; alsoἄ. σέβειν E.Heracl. 315
(Elmsl.).b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to..,ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec. 324
;ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19
: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht. 143e.c laterἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27
.4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due,ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446
;ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14
: later c. [tense] fut. inf.,ἄ. διαπορήσειν Did.
in D.9.15.b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while.., Ar.Ach. 205;τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu. 1074
, cf. Av. 548;ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq. 616
; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him.., An.2.3.25.c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while,ἐνθυμηθῆναι D.1.21
;γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc. 628
.III Adv. ἀξίως, c. gen.,ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112
;οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125
; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.;τῆς ἀσικίας Th.3.39
; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT 133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40. -
2 θέα
θέα, ἡ, der Anblick, das Ansehen, Schauspiel; Aesch. Prom. 241; ὄμμασιν ϑέαν λαβεῖν, sehen, Soph. Phil. 532; ὅςτις ἦν ϑακῶν ἀταρβὴς τῆς ϑέας Tr. 23; ὡς ἴδω πικρὰν ϑέαν Eur. Hipp. 825; εἰς ϑέαν ἔρχεσϑαι I. A. 427; ἔλαφος διαπρεπὴς τὴν ϑέαν, ausgezeichnet von Ansehen, 1588; ϑέης ἄξιος, sehenswerth, Her. 1, 25, wie sonst ἄξιος ϑέας, Plat. Rep. IV, 445 c Xen. Hell. 6, 2, 34 u. A.; ἐλϑεῖν Lach. 179 e; ἐπὶ τῇ ϑέᾳ ἀγριοῦσϑαι, bei dem Anblick, Xen. Cyr. 1, 4, 24; Sp. bes. vom Schauspiel, μονομάχους ἐπὶ ϑέᾳ Ῥωμαίων ἔτρεφε Plut. Brut. 13; αἱ τῆς ϑέας ἡμέραι Hdn. 1, 15, 5; dah. αἱ ϑέαι, Festspiele, spectacula, Plut. Caes. 55 u. öfter bei Hdn., z. B. δημοσίᾳ ϑέας ἐτέλεσεν 1, 15, 1; αἱ μεγάλαι ϑέαι, ludi magni, Plut. Brut. 21. – Geistig, Betrachtung, ἡ τοῦ ὄντος ϑέα Plat. Rep. IX, 582 c. – Auch der Schauplatz, Ort zum Anschauen, ϑέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aesch. 2, 55; Sp., Luc. Hermot. 39; Polyaen. 4, 6, 1; ϑέαν ἔχειν ἐν ϑεάτρῳ, einen Sitz im Theater haben, Plut. Flam. 19.
-
3 θεα
I.(θεοὴ θεαί τε Aesch.)
Παλλὰς θ. Soph. — богиня Паллада;αἱ σεμναὴ θεαί Soph., Arph., Arst., Plut. — глубоко чтимые богини, тж. ἔμφοβοι или δειναὴ Soph. страшные и ἀνώνυμοι Eur. безымянные = Ἐρινύες;часто - — приложение со смыслом прилаг. (θ. μήτηρ, θεαὴ Νύμφαι Hom.; Μοῦσαι θεαί Aesch.);иногда - в — применении к низшим женским божествам:μῆνιν ἄειδε, θ., Ἀχιλῆος Hom. — воспой, Муза, гнев Ахилла;II.ион. θέη ἥ [θεάομαι]1) смотрение, глядение, созерцаниеθέης ἄξιος Her. — достойный обозрения, достопримечательный;
εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι Eur. — прийти посмотреть что-л.;ἐλθεῖν ἐπὴ θέαν τἀνδρός Plat. — пойти взглянуть на этого человека;ἐπὴ τῇ θέᾳ τῇ αὑτοῦ Xen. — при виде его, взглянув на него;ἥ τοῦ ὄντος θ. Plat. — созерцание чистого бытия;ὄμμασιν θέαν λαβεῖν Soph. — окинуть взором, лицезреть;ἀκροτάτην ἔχειν θέαν Arst. — быть крайне трудным для рассмотрения2) вид, внешность, наружностьἔλαφος διαπρεπές τέν θέαν Eur. — лань редкой красоты;
ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Luc. — походить внешностью3) вид, зрелищеπικρὰ θ. Eur. — ужасный вид;
μάλ΄ ἄζηλος θ. Soph. — печальное зрелище;ἀταρβές τῆς θέας Eur. — не будучи потрясен этим зрелищем;θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Plat. — видения неописуемой красоты4) преимущ. pl. театральное зрелище, представление(αἱ μεγάλαι θέαι Plut.)
5) место в театреθέαν καταλαμβάνειν Dem. — занимать место среди зрителей;
θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ Plut. — иметь место в театре -
4 θέα
A seeing, looking at, θέης ἄξιος, = ἀξιοθέητος, Hdt.1.25, cf. X.HG6.2.34; θέαν λαβεῖν to take or get a view, S. Ph. 536, 656; ἐς θέαν [τινὸς] ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς ἐλθεῖν, to go to see, E.IA 427, Pl.La. 179e;κατὰ θέαν ἀναβαίνειν τοῦ χωρίου Th. 5.7
, cf. 9, 6.31; ἠγριωμένος ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός at the sight of.., X. Cyr.1.4.24;βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν Id.Oec.3.7
.b of the mind, contemplation,ἡ τοῦ ὄντος θ. Pl.R. 582c
, cf. Arist.Ph. 209b20, etc.2 aspect,διαπρεπὴς τὴν θ. E.IA 1588
;αἰσχρὰν θ. παρέχειν X.Eq.7.2
;ἀπὸ τῆς θ. εἰκάζειν Luc.VH1.11
; ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου having assumed the appearance of a human being, Palaeph.48.II that which is seen, sight,Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. A.Pr. 243
;μάλ' ἄζηλος θ. S.El. 1455
;ὡς ἴδω πικρὰν θ. E.Hipp. 809
; ἀταρβὴς τῆς θ. without fear of the sight, S.Tr.23: pl.,θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Pl.R. 615a
.2 spectacle, performance, in a theatre or elsewhere, Thphr.Char.5.7, etc.;ἐν ταῖς θ. καὶ ἐν ταῖς πομπαῖς CIG3068
A 22 ([place name] Teos), cf. Plu.Caes. 55, Brut.21, Hdn.1.15.1(pl.); μεγάλαι θ.,= Ludi Magni, Plu.Cam. 5.III place for seeing from, seat in the theatre (cf. αἴγειρος), θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aeschin.2.55
, cf. D.18.28; θέαν καταλαμβάνειν to occupy one, Id.21.178;προκατ αλαμβάνειν Luc.Herm.39
;ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Plu.Flam.19
, etc.2 auditorium, IG22.1176.IV αἴδεσσαί με θέας ὕπερ revere me by thy countenance, dub. in h.Cer.64 codd. (prob. θεὰν σύ περ).
См. также в других словарях:
αξιοθέατος — η, ο (Α ἀξιοθέατος κ. ιων. ητος, ον) άξιος θέας, αξιοπαρατήρητος νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αξιοθέατα αυτά που παρουσιάζουν ενδιαφέρον σε έναν τόπο, τα μέρη ή οι χώροι που αξίζει να επισκεφθεί ή να δει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος +… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
ευπόλεμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από το Άργος. Όταν το 420 π.Χ. περίπου, καταστράφηκε από πυρκαγιά το Ηραίον του Άργους εξαιτίας αμέλειας της ιέρειας Χρυσηίδας, ο Ε. οικοδόμησε κοντά στα ερείπιά του ναό δωρικού ρυθμού, με γλυπτές μετόπες και… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия